Saturday, October 10, 2009
Rockaby by Samuel Beckett
“ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Γυναίκα. Κι’ άλλο।
Σιωπή. Μαζί με τη Φωνή αρχίζει και η πολυθρόνα το πήγαιν΄-έλα.
Φωνή. ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατελείωτης μέρας
που είπε
είπε από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
να πάψει πιά να σέρνεται
από δω κι’ από κει
όλη μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κάνας άλλος
κάνας άλλος σαν κι’ αυτήνε
κάνα άλλο πλάσμα σαν κιάυτήνε
κάπως έτσι σαν κι αυτήνε
πού να σέρνεται σαν κι’αυτήνε
από δω κι από κει
όλο μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κάνας άλλος
ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατέλειωτης μέρας
που είπε από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
να πάψει πιά να σέρνεται
από δω κι’ από κει
όλη μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κάνας άλλος
καμιά άλλη ψυχή ζώσα
μία άλλη ψυχή ζώσα
πού να σέρνεται σαν κι’αυτήνε
από δω κι από κει
όλη μάτια σαν κι’ αυτήνε
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κάνας άλλος
κάνας άλλος σαν κι’ αυτήνε
κάπως έτσι σαν κι αυτήνε
πού να σέρνεται σαν κι’αυτήνε
από δω κι από κει
ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατέλειωτης μέρας
που είπε από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
να πάψει πιά να σέρνεται
από δω κι’ από κει
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
Γ Κι’ άλλο.
Σιωπή. Μαζί με τη Φωνή ξαναρχίζει και η πολυθρόνα το πήγαιν΄-έλα.
Φ έτσι που στο τέλος
τέλος ατελείωτης μέρας
γύρισε σπίτι
γύρισε εν’τέλει σπίτι
λέγοντας από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
να πάψει πιά να σέρνεται
από δω κι’ από κει
ώρα να γυρίσει σπίτι
να κάτσει στο παράθυρο της
ήσυχη στο παράθυρο της
απέναντι σ’άλλα παράθυρα
έτσι που στο τέλος
τέλος ατελείωτης μέρας
γύρισε εν’τέλει σπίτι
να κάτσει στο παράθυρο της
σήκωσε το στόρι και κάθησε
ήσυχη στο παράθυρο της
μοναδικό παράθυρο
απέναντι σ’άλλα παράθυρα
άλλα μοναδικά παράθυρα
όλη μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κάνας άλλος
κάνας άλλος στο παράθυρο του
κάνας άλλος σαν κι’ αυτήνε
κάπως έτσι σαν κι αυτήνε
καμιά άλλη ψυχή ζώσα
μία άλλη ψυχή ζώσα
στο παράθυρο της
που νάχει γυρίσει σπίτι σαν κι αυτήνε
νάχει εν τέλει γυρίσει σαν κι’ αυτήνε
τέλος μιας ατέλειωτης μέρας
λέγοντας από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
να πάψει πιά να σέρνεται
από δω κι’ από κει
ώρα να γυρίσει σπίτι
να κάτσει στο παράθυρο της
ήσυχη στο παράθυρο της
μοναδικό παράθυρο
απέναντι σ’άλλα παράθυρα
άλλα μοναδικά παράθυρα
όλη μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κάνας άλλος
κάνας άλλος σαν κι’ αυτήνε
κάπως έτσι σαν κι αυτήνε
καμιά άλλη ψυχή ζώσα
μία άλλη ψυχή ζώσα
Γ Κι’ άλλο.
Σιωπή. Μαζί με τη Φωνή ξαναρχίζει και η πολυθρόνα το πήγαιν΄-έλα.
Φ ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατελείωτης μέρας
που εκέι που ήταν καθισμένη στο παράθυρο της
ήσυχη στο παράθυρο της
μοναδικό παράθυρο
απέναντι σ’άλλα παράθυρα
άλλα μοναδικά παράθυρα
όλα με τα στόρια κάτω
ούτ’ένα στόρι ποτέ απάνω
το δικό της μόνο απάνω
ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατέλειωτης μέρας
που εκεί που ήταν καθισμένη στο παράθυρο της
ήσυχη στο παράθυρο της
όλη μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
μη τυχόν και φανεί κανένα άλλο
κανένα άλλο στόρι απάνω
ένα μόνο στόρι απάνω
τίποτ΄άλλο
ούτε λόγος για πρόσωπο
πίσω από το τζάμι
για μάτια
λιμασμένα σαν τα δικά της
να ιδούν
να τα ιδεί άνθρωπος
όχι
ένα στόρι απάνω
όπως το δικό της
κάπως όπως το δικό της
ένα μόνο
κι’εκεί κάποιος άλλος
εκεί κάπου
πίσω από το τζάμι
κάποια άλλη ψυχή ζώσα
μία άλλη ψυχή ζώσα
ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατέλειωτης μέρας
που είπε
είπε από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
να πάψει πιά να κάθεται στο παράθυρο της
ήσυχη στο παράθυρο της
μοναδικό παράθυρο
απέναντι σ’άλλα παράθυρα
άλλα μοναδικά παράθυρα
όλη μάτια
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
ώρα να τελειώνει
ώρα να τελειώνει
Γ Κι’ άλλο.
Φ έτσι που στο τέλος
τέλος ατελείωτης μέρας
κατέβηκε
κατέβηκε εν τέλει
την απότομη σκάλα
κατέβασε το στόρι και κατέβηκε
κάτω για κάτω
να κάτσει στην κουνιστή παλιά πολυθρόνα
την πολυθρόνα της μητέρας της
την πολυθρόνα όπου η μητέρα της
χρόνος έμπαινε χρόνος έβγαινε
ντυμένη στα κατάμαυρα
φορώντας το ωραιότερο μαύρο της
καθόταν και κουνιότανε
συνέχεια κουνιότανε
μέχρι το τέλος της
εν τέλει το τέλος της
φυρόμυαλη όπως έλεγαν
φυρόμυαλη λιγάκι
αλλά ακίνδυνη
φυρόμυαλη ακίνδυνη
ως που μια μέρα πέθανε
οχι
μια νύχτα
μια νύχτα πέθανε
τέλος ατελείωτης μέρας
στην κουνιστή πολυθρόνα της
ντυμένη στα πιο ωραία μαύρα της
με το κεφάλι γερτό μέχρι κάτω
στην κουνιστή πολυθρόνα της που την κούναγε που συνέχεια την κούναγε
έτσι που στο τέλος
τέλος ατελείωτης μέρας
κατέβηκε
κατέβηκε εν τέλει
την απότομη σκάλα
κατέβασε το στόρι και κατέβηκε
κάτω για κάτω
κάθησε στην παλιά πολυθρόνα
μπράτσα επιτέλους
κι άρχισε να κουνιέται
να κουνιέται
με κλειστά μάτια
με τα μάτια της να κλείνουν
αυτή που τόσον καιρό
όλη μάτια
μάτια λιμασμένα
προς όλες τις μεριές
απάνω κάτω
από δω από κει
στο παράθυρο της
να ιδεί ο λόγος
να τη ιδεί άνθρωπος
ως την ημέρα εν τέλει
τέλος ατέλειωτης μέρας
που είπε από μέσα της
σε ποιόν άλλονε
ώρα να τελειώνει
να κατεβάσει το στόρι και να τελειώνει
ώρα να κατέβει
την απότομη σκάλα
κάτω για κάτω
εκείνη νάναι ο άλλος της
η άλλη ψυχή ζώσα
όλο-δική της
έτσι που στο τέλος
τέλος ατέλειωτης μέρας
κατέβηκε
την απότομη σκάλα
κατέβασε το στόρι και κατέβηκε
κάτω για κάτω
κάθησε στην παλιά πολυθρόνα
και πήρε να κουνιέται
να κουνιέται
λέγοντας από μέσα της
όχι
αυτό πιά τέρμα
στην πολυθρόνα
μπράτσα επιτέλους
στην πολυθρόνα λέγοντας
κούνα την από δω χάμω
βούλα πιά στα μάτια
χεσ’ την τη ζωή
βούλα πια στα μάτια
κούνα την από δω χάμω
κούνα την από δω χάμω”
Μετάφραση ΝΑΣΟΣ ΔΕΤΖΩΡΤΖΗΣ «Πέντε Κείμενα του Samuel Beckett στα Ελληνικά» Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment